ανδράποδον

ανδράποδον
ἀνδράποδον, το (Α)
1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος
2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και ανδραπόδων). Σήμαινε κυρίως τον εχθρό που αιχμαλωτίζεται και πουλιέται ως δούλος (Όμηρος κ.ά.), προσέλαβε όμως και σημασία που εκφράζει περιφρόνηση (Πλάτων, Ξενοφών κ.ά.). Στον Όμηρο απαντά τ. ανδραπόδεσι (ως δοτ. ενός τ. *ανδράπους), όπου ο Αρίσταρχος διορθώνει σε ανδραπόδοισι. Πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο τ. στον ενικό ανδράποδον είναι υστερογενής και γι΄ αυτό ο ομηρικός στίχος (Ιλ. Η 475) αμφισβητήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνδράποδον — one taken in war and sold as a slave neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδεσσι — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδεσσιν — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδοιν — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδοις — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδοισι — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδοισιν — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδου — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδων — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδραπόδῳ — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”